wane$91064$ - ορισμός. Τι είναι το wane$91064$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι wane$91064$ - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
WANE (disambiguation); WANE; Wane (disambiguation)

Wané language         
LANGUAGE
Wane language; ISO 639:hwa; Wané
Wané (Hwané, Ngwané) is a minor Kru language of Ivory Coast. It is not close enough to its nearest relative, Bakwé, to be readily intelligible, though some young Wané speak that language.
wane         
(wanes, waning, waned)
1.
If something wanes, it becomes gradually weaker or less, often so that it eventually disappears.
While his interest in these sports began to wane, a passion for rugby developed.
...her mother's waning strength.
= fade
wax and wane: see wax
VERB: V, V-ing
2.
If something is on the wane, it is becoming weaker or less.
In 1982, with his career prospects on the wane, he sold a script for ?5,000.
= diminishing
PHRASE: v-link PHR
3.
When the moon is waning, it is showing a smaller area of brightness each day as it changes from a full moon to a new moon.
The moon was waning, and each day it rose later.
VERB: usu cont, V
wane         
wane1
¦ verb
1. (of the moon) have a progressively smaller part of its visible surface illuminated, so that it seems to decrease in size.
2. become weaker.
Phrases
on the wane becoming weaker or less vigorous.
Origin
OE wanian 'lessen', of Gmc origin; related to L. vanus 'vain'.
--------
wane2
¦ noun the amount by which a plank or log is bevelled or falls short of a squared shape.
Derivatives
waney adjective
Origin
C17: from wane1.

Βικιπαίδεια

Wane